- περίδερμα
- το, ΝΑνεοελλ.1. βοτ. σύνθετος προστατευτικός ιστός δευτερογενούς προέλευσης που αντικαθιστά την επιδερμίδα στον βλαστό και στη ρίζα τών φυτών τα οποία εμφανίζουν δευτερογενή αύξηση και ο οποίος δημιουργείται συχνά και σε περιπτώσεις τραύματος ή γενικότερα σε περιοχές που έχουν εκτεθεί πρόσφατα στην ατμόσφαιρα, εμποδίζοντας έτσι την είσοδο τών παθογόνων παραγόντων στο φυτικό σώμα2. ζωολ. επιδερμίδιο που καλύπτει το υδρόκαυλο τών αποικιακών γυμνοβλαστικών υδροζώωναρχ.πιθ. είδος άνθους.
Dictionary of Greek. 2013.