περίδερμα

περίδερμα
το, ΝΑ
νεοελλ.
1. βοτ. σύνθετος προστατευτικός ιστός δευτερογενούς προέλευσης που αντικαθιστά την επιδερμίδα στον βλαστό και στη ρίζα τών φυτών τα οποία εμφανίζουν δευτερογενή αύξηση και ο οποίος δημιουργείται συχνά και σε περιπτώσεις τραύματος ή γενικότερα σε περιοχές που έχουν εκτεθεί πρόσφατα στην ατμόσφαιρα, εμποδίζοντας έτσι την είσοδο τών παθογόνων παραγόντων στο φυτικό σώμα
2. ζωολ. επιδερμίδιο που καλύπτει το υδρόκαυλο τών αποικιακών γυμνοβλαστικών υδροζώων
αρχ.
πιθ. είδος άνθους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιδερμικός — ή, ό, Ν [περίδερμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περίδερμα («περιδερμικὰ κύτταρα») …   Dictionary of Greek

  • επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… …   Dictionary of Greek

  • υδροθήκη — η / ὑδροθήκη, ΝΑ δεξαμενή νερού, στέρνα νεοελλ. 1. ναυτ. το σύνολο τών δεξαμενών τού κύτους τών πλοίων, στις οποίες αποθηκεύεται πόσιμο νερό 2. ζωολ. χονδρό περίδερμα τών αποικιών τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων το οποίο καλύπτει τη βάση τών… …   Dictionary of Greek

  • φακίδιο — το, Ν βοτ. μικρός, ελλειψοειδούς ή σφαιρικού σχήματος, πόρος που περιέχει χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους κύτταρα και ο οποίος αποτελεί το μέσο ανταλλαγής τών αερίων στο περίδερμα τού φυτικού άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”